- χυδαίῳ
- χυδαῖοςpoured out in streamsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυδαιώ — όω, ΜΑ [χυδαῑος] καθιστώ χυδαίο κάτι, τό κάνω πρόστυχο, υποβιβάζω την αξία του … Dictionary of Greek
χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… … Dictionary of Greek
χυδαίωσις — ώσεως, ἡ, Μ [χυδαιῶ] ευτελισμός, εξευτελισμός … Dictionary of Greek